- παυσώδυνος
- παυσ-ώδῠνος, ον, ([etym.] ὀδύνη)A soothing pain, Sch.S.Ph.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παυσώδυνος — ον, Α αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τις οδύνες, τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + ώδυνος (< ὀδύνη). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
παυσώδυνον — παυσώδυνος soothing pain masc/fem acc sg παυσώδυνος soothing pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… … Dictionary of Greek